σκοτωμός

σκοτωμός
[скотомос] ουσ. а. убийство.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκοτωμός" в других словарях:

  • σκοτωμός — ο, Ν [σκοτώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά τού… …   Dictionary of Greek

  • σκοτωμός — ο 1. φόνος: Προσπάθησαν να αποφύγουν τους σκοτωμούς. 2. εξαντλητική εργασία: Είναι σκοτωμός να θερίζεις με το δρεπάνι. 3. συνωστισμός: Γινόταν σκοτωμός μπροστά στα ταμεία του γηπέδου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικοσκοτωμός — ο το αδικοσκότωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + σκοτωμός] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσπαραγμός — ο [αλληλοσπαράζομαι] 1. σπαραγμός, σκοτωμός τού ενός από τον άλλο, αλληλοσκοτωμός 2. μεγάλος, οξύς ανταγωνισμός …   Dictionary of Greek

  • σκότωμα — (I) το, ΝΑ [σκοτῶ (ΙΙΙ)] νεοελλ. 1. ιατρ. έλλειμμα τού οπτικού πεδίου τού οφθαλμού, κατά το οποίο, όταν είναι απόλυτο, εξαφανίζεται κάθε αίσθηση φωτός, και, όταν είναι σχετικό, υπάρχει μείωση τής όρασης 2. φρ. α) «αρνητικό σκότωμα» ιατρ. σκότωμα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»